κατέπλευσα

κατέπλευσα
κατέπλευσα s. καταπλέω.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κατέπλευσα — καταπλέω aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπλέω — κατέπλευσα και κατάπλευσα, πλέω προς το λιμάνι, προσορμίζομαι: Κατέπλευσαν στο λιμάνι δύο αμερικάνικα υποβρύχια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταπλέω — καταπλέω, κατέπλευσα βλ. πίν. 42 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”